- τρισθανής
- -ές, Ααυτός που τού αξίζει να θανατωθεί τρεις φορές.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι-* + -θανής (< θνῄσκω), πρβλ. ἡμι-θανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τρισθάνατος — ον, Α τρισθανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι* + θάνατος (πρβλ. ἀξιο θάνατος] … Dictionary of Greek